- μεταδιδάσκω
- (Α μεταδιδάσκω)διδάσκω κάποιον άλλα, διαφορετικά από αυτά που έχει διδαχθείαρχ.1. κάνω κάποιον να αλλάξει ιδέες με τη διδασκαλία μου, προσηλυτίζω, μεταπείθω2. παθ. μεταδιδάσκομαια) μαθαίνω κάτι καινούργιο εγκαταλείποντας αυτό που έμαθα πρινβ) αλλάζω γνώμη προς το χειρότερο ή προς το καλύτερο.
Dictionary of Greek. 2013.